Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Όταν περνούν οι Αφγανοί

Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι φωστήρες της Μεγάλης Ενωσης εθνών και λαών, ο ιστορικός του μέλλοντος ελάχιστα θα ασχοληθεί με τις προδιαγραφές των αντιβιοτικών ή με τα λίτρα του νερού που χάνονται κάθε φορά που κάποιος τραβάει το καζανάκι. Υποθέτω ότι, όταν η έρευνά τους φτάσει στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, θα αναζητήσουν τρόπους για να περιγράψουν τα μεταναστευτικά κύματα που συνωθούνταν στη Μεσόγειο και μεταμόρφωναν το ανθρώπινο σύμπαν στη Γηραιά Ηπειρο. Αν μάλιστα, σε αντίθεση με τους σημερινούς πολιτικούς της ηγέτες, διατηρούν την κρίση τους και τη διαύγειά τους, δεν θα κρίνουν τα όσα συνέβησαν ισοπεδώνοντας τις διαφορές και παραβλέποντας τη γεωγραφία. Δεν θα συμπεράνουν, δηλαδή, ότι οι δημοκρατίες του Βορρά αντιμετώπισαν το φαινόμενο με ανθρωπιστικά κριτήρια, ενώ οι χώρες του Νότου τσαλαβουτούσαν σε αρχαϊκές συμπεριφορές που πολλές φορές αποδείχθηκαν δολοφονικές. Οπως οι Ιταλοί στη Λαμπεντούζα, οι Μαλτέζοι στα ανοιχτά της Λιβύης και οι Ελληνες στο Φαρμακονήσι. Το πιθανότερο είναι ότι θα συμπεράνουν πως η Ευρωπαϊκή Ενωση, εγκλωβισμένη σε ανθρωπιστικά δόγματα και αρχές, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα των καιρών. Οι Σκανδιναβοί ήθελαν να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, οι Γάλλοι διατύπωναν διάφορες θεωρίες περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ενώ οι Ελληνες και οι Ιταλοί δεν έκαναν καλά τη δουλειά που τους είχαν αναθέσει οι υπόλοιποι εταίροι τους, το έργο του συνοριοφύλακα.

Η μεγάλη πολιτική ήττα των χωρών του Νότου, και των Ελλήνων πολιτικών που περιφέρουν την εθνική τους υπερηφάνεια στις συναντήσεις κορυφής, είναι ότι δεν κατάφεραν να αναδείξουν το πρόβλημα ως το κατεξοχήν ευρωπαϊκό πρόβλημα. Και η αγαστή συνεργασία μας με τις κεντρικές δυνάμεις στον τομέα των εξοπλισμών, επικερδής επιχείρηση που κίνησε την οικονομία, δεν μεταφράστηκε ποτέ στο πραγματικό πρόβλημα του Αιγαίου, στα μεταναστευτικά κύματα που συνωθούνται στα σύνορα και είναι πολύ πιο απτά από την τουρκική απειλή. Θα μου πείτε, οι πολιτικοί μας δεν είναι σε θέση να προβλέψουν τι θα γράφουν οι ιστορικοί του μέλλοντος. Εδώ με δυσκολία διαβάζουν τους ιστορικούς του παρελθόντος. Ολα αυτά για να πω πως το πρόβλημα της αντιμετώπισης των μεταναστών έχει σίγουρα μια ηθική, ανθρωπιστική πλευρά, έχει όμως και πολλές πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους.

Πριν από μερικά χρόνια, από την ταβέρνα στο λιμανάκι του Μολύβου όπου καθόμασταν, παρακολουθούσαμε την περίπολο του Λιμενικού να βγαίνει στα ανοιχτά και να επιστρέφει ύστερα από καμιά ώρα. Πολλές φορές είχαν μαζί τους και κάτι ταλαίπωρα πλάσματα, που τα είχαν βγάλει από την θάλασσα. Φίλος μου έλεγε πως μια νύχτα του Φεβρουαρίου είχε εμφανιστεί μια οικογένεια Ιρακινών. Οι άνθρωποι ήταν παγωμένοι και τους περιέλουσε με κονιάκ για να τους ζεστάνει. Στις γύρω ακτές μπορούσες να δεις σκισμένα φουσκωτά που τα βύθιζαν οι δουλέμποροι για να αντιμετωπίσει το Λιμενικό το ανθρώπινο φορτίο ως ναυαγούς. Δεν ξέρω τι σημαίνει να περιπολείς με ένα ταχύπλοο χειμώνα στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο και δεν ξέρω πώς ερμηνεύεις την εντολή που σου έχουν δώσει να κάνεις ό,τι μπορείς για να απωθήσεις τους μετανάστες όπου τους βρεις. Ακουσα κι εγώ με φρίκη την αφήγηση του Αφγανού πατέρα, που κλαίγοντας έλεγε ότι έχασε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, γιατί, καθώς προσπαθούσαν να ανέβουν στο σκάφος του Λιμενικού, τους κλωτσούσαν για να τους ρίξουν στη θάλασσα. Και αισθάνθηκα ντροπή όταν άκουσα τον κ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη να περιγράφει ανενδοίαστα το γεγονός ως ένα επεισόδιο ρουτίνας. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα κάποια δήλωση που θα την γράψει η ιστορία. Περίμενα όμως κάποια σκιά πένθους, κάποιο ίχνος αμφιβολίας, που θα έδειχνε πως ο άνθρωπος αυτός καταλαβαίνει πως οι ανθρώπινες ζωές δεν είναι ζήτημα γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης. Κάτι δεν πάει καλά. Και αυτό που δεν πάει καλά δεν είναι ζήτημα που μια ΕΔΕ μπορεί να λύσει.

Επειδή εδώ και μερικά χρόνια ζω στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, στον κάποτε πυρήνα της μακαρίτισσας αστικής ζωής, οφείλω να πω ότι μου αρέσει να ακούω τα γαλλικά με την προφορά της Δυτικής Αφρικής. Παρ’ όλα αυτά, καταλαβαίνω και τον ηλικιωμένο που ενοχλείται, και ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται ότι ενοχλείται με τον ίδιο τρόπο από τον υπερήφανο ελληναρά όταν καβαλάει το πεζοδρόμιο με το μηχανάκι ή του κλείνει τη διάβαση με το αυτοκίνητό του. Και συμφωνώ ότι το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας έχει πτωχεύσει. Οχι επειδή πιστεύω στη φυλετική καθαρότητα του ηλίθιου χρυσαυγίτη. Αλλά γιατί θεωρώ πως ήταν εξαρχής στρεβλό, επειδή οικοδομήθηκε πάνω στις ενοχές που προκαλούσε η ευρωπαϊκή πολιτισμική υπεροχή στους ίδιους τους Ευρωπαίους. Αυτούς που κάλεσαν τις πρώην αποικίες τους να υπογράψουν ένα σύμφωνο συμβίωσης, όπου ο καθένας θα κρατούσε τα ήθη και τα έθιμά του. Σαν να τους έλεγαν, κρατήστε τα ταμπούρλα σας επειδή έτσι κι αλλιώς τον Μπετόβεν δεν πρόκειται να τον καταλάβετε ποτέ, επειδή ήρθαμε κάποτε να σας τον διδάξουμε με τα όπλα, αλλά αποδειχθήκατε ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Η ζωή αποδείχτηκε πολυπλοκότερη από τη γενική προοδευτική αρχή του «είμαστε ανοιχτοί σε όλα επειδή όλα είναι σχετικά».

Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό για να το αφήσουμε να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αγριότητα της Χρυσής Αυγής, την απανθρωπιά του ελεεινού μας κράτους και τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο μητέρας Τερέζας. Το μεταναστευτικό θα κρίνει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας, αν δεν βρει την κρίση για να το αντιμετωπίσει.

του Τάκη Θεοδωρόπουλου ανα δημοσίευση από την Καθημερινή

Ποδόσφαιρο κι ομοφυλοφιλία

Το Σάββατο, 11 Ιανουαρίου, το νυχτερινό και το μεταμεσονύχτιο δελτίο ειδήσεων του ZDF είχαν πρώτο και κύριο θέμα την «υπόθεση Χιτσλσπέργκερ»: την ανοιχτή ομολογία (coming out) του πρώην παίκτη της Στουτγάρδης, του Βόλφσμπουργκ και της Εβερτον και διεθνούς άσου ότι είναι ομοφυλόφιλος. Δύο χρόνια αφότου εγκατέλειψε τους αγωνιστικούς χώρους και τα αποδυτήρια, ο Τόμας Χιτσλσπέργκερ δήλωσε ευθαρσώς στην ZEIT ότι «θέλει να μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του, στην προσπάθειά του να αναδείξει το θέμα, συμβάλλοντας στον διάλογο ανάμεσα στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές», ενώ σε συνέντευξή του στην κυριακάτικη FAZ (12/1) υπογράμμιζε ότι δεν θέλει να γίνει «είδωλο του κινήματος των ομοφυλοφίλων».
Οι δηλώσεις του δεν έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία, ακόμα κι αν «έπεσε» ο σέρβερ της ηλεκτρονικής έκδοσης της ΖΕΙΤ από τα «χτυπήματα» και τα σχόλια που ακολούθησαν. Τα ΜΜΕ της χώρας στο σύνολό τους, με εξαίρεση το κατ’ εξοχήν «όργανο του γερμανικού ποδοσφαίρου» Kicker, το οποίο άφησε ασχολίαστη την είδηση, υποδέχθηκαν την «αποκάλυψη» με όλες τις δεοντολογικές και επικοινωνιακές προϋποθέσεις που αναλογούν στο θέμα, ψύχραιμα και χωρίς προκαταλήψεις. Σε αυτό βοηθάει ιδιαίτερα μια «κουλτούρα της ανοχής», που χαρακτηρίζει τη γερμανική κοινωνία την τελευταία εικοσαετία, η κυρίαρχη πολιτική ορθότητα, αλλά και το γεγονός ότι οι «πρώτοι διδάξαντες» προέρχονται από τον χώρο του θεάματος και της πολιτικής.
Η ομοφυλοφιλία στο ποδόσφαιρο, όπως και στο στράτευμα και ευρύτερα σε ολοπαγείς ιδρυματικούς θεσμούς, αποτελεί μια κατ’ εξοχήν δομική, ταυτόχρονα όμως εγγενή αντίφαση στη νεοτερική κοινωνική ιστορία: πρόκειται για δύο αρχετυπικά προπύργια της ανδροπρέπειας (masculinity), που συγκροτούνται σε καθεστώς έμφυλης «μονοκαλλιέργειας» στη βάση της βίαιης ή συμβολικής σύγκρουσης, σε διπολικά ζεύγη αντιπαράθεσης (αγώνας-παιγνίδι, πόλεμοςμάχη, νίκη-ήττα, κυριαρχία-υποταγή), σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο της απόλυτης ανδρικής κυριαρχίας, όπου «δεν περισσεύει κανένας». Οπως και στον στρατό, έτσι και στο ποδόσφαιρο, το ανδρικό πρότυπο, ως κοινωνική κατασκευή, αλλά και ως έμφυλη πραγματικότητα, προϋποθέτει και επιβάλλει απόλυτα κανόνες ατομικής και συλλογικής βιοπολιτικής, που δεν επιδέχονται εύκολα «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Η αδρεναλίνη και η τεστοστερόνη θεωρούνται κατ’ εξοχήν «ανδρική υπόθεση», ειδικά όταν με το σφύριγμα της έναρξης το «παιγνίδι των σωμάτων» (όπως εύστοχα τιτλοφόρησε η FAZ το σχετικό της άρθρο με θέμα «ομοφυλοφιλία και ποδόσφαιρο») μπαίνει σε κίνηση, κοινώς «πέφτουν κορμιά» στο κυνήγι της στρογγυλής θεάς. Ταυτόχρονα «εξιτάρει» το (μέχρι πρότινος ανδροκρατούμενο) κοινό στις εξέδρες και, κυρίως, στα πέταλα των γηπέδων. Για περίπου μισό αιώνα (1920-1970), αφότου το ποδόσφαιρο «ξέφυγε» από τα αγγλικά κολέγια και τους παραδοσιακούς-αστικούς συλλόγους καθώς το «αγκάλιασε» η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, ο ποδοσφαιριστής, προλεταριακής καταγωγής (από τα ορυχεία, τα εργοστάσια και τις εργατικές συνοικίες), είχε όλα τα τυπικά και ουσιαστικά γνωρίσματα του «μάτσο», του «ήρωα της εργατικής τάξης»: η ομοφυλοφιλία δεν ήταν μόνο αδιανόητη (ταξικά, κοινωνικά), αλλά και εξοβελιστέα (φραστικά), αφού ταυτιζόταν με το «θηλυπρεπές», την «αδυναμία», την έλλειψη μαχητικότητας, απαραίτητης σε κάθε πόλεμο και αγώνα.
Οι καιροί άλλαξαν, μαζί τους νοοτροπίες, συμπεριφορές, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Ο χαρακτηρισμός του ποδοσφαίρου ως «το μπαλέτο της εργατικής τάξης» αποκτά στη σημερινή συγκυρία άλλο νόημα κι ο «Μπίλι Ελιοτ» μια καινούργια διάσταση.
Η «ομολογία» του Τ. Χιτσλσπέργκερ είναι όμως μια ειλικρινής και υπεύθυνη στάση, πέρα από σκοπιμότητες και υποκρισίες.
του Κώστα Καλφόπουλου, αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Τρομοκρατία και θανατική ποινή

     Ο Μπραζιγιάκ ήταν ποιητής. Από το έργο του κυκλοφορεί ακόμη μόνον μια ανθολογία ελληνικής ποίησης. Ανήκε σ’ αυτήν την ακραιφνώς φιλελληνική ομάδα των Γάλλων ακροδεξιών διανοουμένων, ηγέτης της οποίας υπήρξε ο Μωρράς – έχουν ενδιαφέρον οι ανταποκρίσεις αυτού του τελευταίου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 όπου υιοθετεί κατά γράμμα την θεωρία ότι οι σύγχρονοι Ελληνες είναι παιδιά των αρχαίων. Ο Μπραζιγιάκ, στην διάρκεια της Κατοχής συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Εξέδιδε την εφημερίδα «Je suis partout» που διακρινόταν για τον βίαιο αντισημιτισμό της. Μετά την απελευθέρωση συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Μετά την δίκη του και την εκτέλεσή του αυτοκτόνησε και ο άλλος διάσημος συνεργάτης των Γερμανών, ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, που ανέλαβε την διεύθυνση του περιοδικού του Γκαλλιμάρ επί Κατοχής. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση Μπραζιγιάκ είναι ότι με κείμενό τους εκατό περίπου συγγραφείς και διανοούμενοι ζήτησαν να του δοθεί χάρη. Επικεφαλής τους ήταν ο Μωριάκ και, αν δεν κάνω λάθος, ο Ντε Γκωλ την απέρριψε λέγοντας το περίφημο «Η τέχνη δεν εξιλεώνει τα εγκλήματα». Κάποιος έπρεπε να θυσιασθεί για να εξιλεωθεί το άγος της γαλλικής πνευματικής ζωής. Ανάμεσα σε όσους υπέγραψαν ήταν και ο Αλμπέρ Καμύ. Αυτός, στο ημερολόγιό του σημειώνει ότι ξαγρύπνησε μια ολόκληρη νύχτα για να πάρει την απόφασή του. Λέει ότι τον Μπραζιγιάκ ποτέ του δεν τον χώνεψε ως άνθρωπο και ποτέ του δεν τον εκτίμησε ως συγγραφέα. Λέει ακόμη ότι αν βρισκόταν ο ίδιος ο Καμύ στην θέση του ήταν σίγουρος ότι ο Μπραζιγιάκ δεν θα έκανε το παραμικρό για να του συμπαρασταθεί. Παρ’ όλα αυτά πήρε την απόφαση να υπογράψει διότι ήταν εναντίον της θανατικής ποινής. Προσοχή. Σήμερα αν δηλώσεις πως είσαι εναντίον της θανατικής ποινής κάνεις μια πολιτικώς ορθή δήλωση. Τον χειμώνα του ’44 προς ’45 όμως, στην Ευρώπη που την είχε κατασπαράξει ο ναζισμός, όταν ο ίδιος έχεις κινδυνεύσει την ζωή σου, κι όταν έχεις δει φίλους σου να εκτελούνται το λιγότερο που μπορείς να πεις είναι πως η δήλωση αποκαλύπτει το ηθικό έρμα ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα – ενίοτε έχουν και οι συγγραφείς ηθικά ζητήματα. Την ίδια στάση τήρησε ο Καμύ και στον πόλεμο της Αλγερίας όπου τάχθηκε κατά της τρομοκρατίας του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης και κατά των βιαιοτήτων που διέπραττε ο γαλλικός στρατός. Ηταν τότε που ο Σαρτρ, πάντα εκ του ασφαλούς, τον κατήγγειλε ως αντιδραστικό για να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή της γαλλικής διανόησης, δικάζοντας, καταδικάζοντας και πέφτοντας μονίμως έξω.
     Ολα αυτά τα ιστορικά, λίγο ως πολύ γνωστά, για να πω ότι το πρόβλημα με τις δολοφονίες της τρομοκρατίας δεν είναι αν πρόκειται για πολιτικές δολοφονίες ή για σκέτες δολοφονίες. Ο Πέτρος Τατσόπουλος το έθεσε πολύ σωστά λέγοντας πως αν βγαίνοντας από το στούντιο σκότωνε τον συνομιλητή του στο τηλεοπτικό πάνελ και μετά δήλωνε πως το έκανε για πολιτικούς λόγους αυτό δεν θα τον έκανε λιγότερο δολοφόνο. [...]
     Οσο κι αν η ηθική είναι λέξη παρωχημένη στο λεξιλόγιο της μεταμοντέρνας ανεμελιάς, πιστεύω ότι το πρόβλημα με την τρομοκρατία είναι κατ’ εξοχήν ηθικό. Ηθικό επειδή κάποιες ομάδες ανθρώπων αποφασίζουν να εφαρμόσουν την θανατική ποινή κατά βούληση, θεωρούν τους εαυτούς τους άξιους να είναι και εισαγγελείς, και δικαστές και εκτελεστές. Ανήθικο γιατί, κατά κάποιον τρόπο, το πράττουν εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας δηλαδή πως οι ίδιοι δεν κινδυνεύουν από την ίδια ποινή που εφαρμόζουν. Υποθέτω πως γνωρίζουν ότι η θανατική ποινή έχει καταργηθεί στην χώρα μας όπως και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση. Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Θα σου βγάλω το μάτι ξέροντας ότι εσύ δεν μπορείς να βγάλεις το δικό μου. Ισχυρίζονται βέβαια πως το κράτος είναι βίαιο και το μνημόνιο σκοτώνει όπως παλιότερα σκότωνε ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια και παγίως σκοτώνει ο καπιταλισμός και δρουν εφαρμόζοντας τον νόμο της συλλογικής ευθύνης [...] Τον Παύλο Μπακογιάννη δεν τον δολοφόνησαν επειδή ο ίδιος είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα, αλλά ως εκπρόσωπο μιας πολιτικής που οι δολοφόνοι του αποφάσισαν πως είναι εγκληματική.
[...] Με αυτό το σκεπτικό κάποιοι αναγνωρίζουν ελαφρυντικά, αφού ο επιθετικός προσδιορισμός «πολιτική» χρησιμοποιείται όπως παλιότερα τα εγκλήματα τιμής. Ούτως ή άλλως όμως η δημόσια συζήτηση γύρω από την τρομοκρατία, στον βαθμό που δεν θέτει τα ηθικά ζητήματα που εγείρει η δράση της, θα διαιωνίζεται χωρίς να παράγει αποτελέσματα. [...]

Διασκευασμένο κείμενο του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Οι "φίλοι" του facebook είναι πραγματικοί φίλοι;

Στα παιδικά μας χρόνια, ρωτούσαμε δειλά «θες να γίνουμε φίλοι;». Στα ενήλικα χρόνια μας ρωτάμε «να σε κάνω φίλο;». Τότε αναφερόμασταν στην απτή πραγματικότητα. Τώρα μιλάμε για την εικονική πραγματικότητα - των κοινωνικών δικτύων.
«Οι εκατό “φίλοι” μου είναι φίλοι μου;» είναι το ερώτημα που έθεσε σε έρευνά της η «Monde» - ορίστε ορισμένες διαφορετικές προσεγγίσεις:
Ο φιλόσοφος Αντρέ Κοντ Σπονβίγ πιστεύει ότι δεν μπορείς να έχεις χίλιους «φίλους», διότι η φιλία «είναι αδιαίρετη, ο καθένας δίνεται τόσο ολοκληρωτικά στον φίλο του, που δεν μένει κάτι για να εκχωρηθεί αλλού», επομένως δεν είναι «φίλος» αυτός που είναι «φίλος όλων», ούτε η φιλία μπορεί να απλώνεται στο άπειρο. Διότι, λέει, «η φιλία προϋποθέτει πολλή εμπιστοσύνη, πολλή ειλικρίνεια, πολλή οικειότητα και πολύ χρόνο» κι επιπλέον «φίλος» είναι κάποιος με τον οποίο «μοιράζομαι κάποιες δραστηριότητες – μια βόλτα, ένα παιχνίδι, ένα φαγητό, μια εκδρομή».
Στον αντίποδα βρίσκεται η φιλόσοφος Αν Νταλσιέ, που δεν συμμερίζεται την άποψη ότι οι εικονικές σχέσεις κοντράρονται με τις πραγματικές. «Σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε μόνιμη εγγύτητα με τους οικείους τους - ανταλλάσσοντας μηνύματα, εικόνες, ραντεβού» λέει και παρατηρεί, ότι μέσω των νέων τεχνολογιών, οι άνθρωποι «διαμορφώνουν διαφορετικές μορφές συντροφικότητας». Ένα παράδειγμα κατανόησης αυτής της «νέας συντροφικότητας» είναι «η σελίδα υποδοχής του facebook, που είναι προσωποποιημένη (με φωτογραφίες, βίντεο, μουσικά κομμάτια) και μοιάζει σαν να υποδέχεσαι κάποιον στο δωμάτιό σου».
Κατά τη γνώμη ενός ψυχίατρου, τα κοινωνικά δίκτυα φτιάχνουν μια καινούργια «οικογένεια» για τους νέους, τα chats είναι γι΄ αυτούς μια πραγματικότητα που δεν στερείται συναισθηματισμού, ενώ ο Πιερ Λεβί υπογραμμίζει τη διαδραστικότητα. «Το κομπιούτερ δεν είναι πια μια παθητική οθόνη, το άτομο γίνεται πομπός και παραγωγός» επισημαίνει. Ως προς την επίδραση του facebook στις φιλίες, ο Λεβί θυμίζει ότι ανά τους αιώνες οι «επιστολικές σχέσεις» διατήρησαν και δεν διέλυσαν τις φιλίες – γιατί να κάνει κάτι διαφορετικό το facebook; λέει. Κατά τη γνώμη του εξάλλου, η αντίθεση ανάμεσα στο εικονικό και το πραγματικό «είναι ξεπερασμένη» - «τα μηνύματα μέσω των κοινωνικών δικτύων μας “βρίσκουν” οπουδήποτε, οποτεδήποτε και άρα, διευκολύνουν το πηγαινέλα ανάμεσα στον εικονικό και τον πραγματικό κόσμο».
Ως προς το αρχικό ερώτημα της «ειλικρίνειας» και της «αυθεντικότητας» που έχουν-ή δεν έχουν οι «φιλίες» του ίντερνετ, ο ακαδημαϊκός Στ. Βιάλ υπενθυμίζει ότι αρχικά το facebook αναφερόταν στην επικοινωνία των σπουδαστών – «οι ίδιοι όμως θέλησαν να προκαλέσουν έναν ισχυρότερο συναισθηματικό δεσμό. Και η ιστορία τούς δικαίωσε» λέει.
Εξάλλου η Αν Νταλσιέ θυμίζει ότι πολλοί άνθρωποι αναζητούν μέσω των κοινωνικών δικτύων παιδικούς φίλους, πρώτους έρωτες, χαμένες παρέες – «είναι ένας τρόπος να ξαναδείς την προσωπική σου ιστορία και να την εμπλουτίσεις» σημειώνει.
(Ως αμύητη σε αυτά τα ερωτήματα βρήκα ενδιαφέρουσα την ανταλλαγή των επιχειρημάτων, γι΄ αυτό και σας τα αναμετέδωσα. Και είναι αναμφίβολο, ότι οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν την οικοδόμηση μιας φιλίας άλλου τύπου. Ενίοτε και την εμβάθυνση μιας φιλίας, καθώς η απρόσωπη πληκτρολόγηση επιτρέπει να ειπωθούν λόγια που δεν θα ανταλλάσσονταν δια ζώσης. Προσωπικά όμως νομίζω πως δεν θα ανταλλάξω τις φιλίες μου που χτίστηκαν γύρω από ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα ποτήρι κρασί, στο τραπέζι της κουζίνας ή στα μαξιλάρια του καναπέ, που εμπλουτίστηκαν από ένα αυθόρμητο νεύμα, μια γκριμάτσα, ένα γάργαρο γέλιο και ποταμούς δακρύων, που συνοδεύτηκαν από μια ζεστή χειρονομία. Τώρα που το σκέφτομαι, η απλή ανθρώπινη επαφή ενός χαιρετισμού, σταδιακά εκλείπει στους νέους. Δεν σφίγγουν τα χέρια, έχουν ξεμάθει. Κουνάν απρόσωπα κι απόμακρα το χέρι).
Της Χριστίνας Πουλίδου αναδημοσίευση από το Protagon.gr