Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο ιστός που μας κρατάει

Κάτι αλλάζει στη ζωή μας. Ενας καταιγισμός email από ομάδες βοήθειας φτάνουν καθημερινά στους υπολογιστές μας, όλο και πιο πυκνά, όλο και πιο οργανωμένα μετά το καλοκαίρι, με εντυπωσιακές δράσεις. Χιλιάδες πρέπει να είναι πλέον τα εθελοντικά δίκτυα, που προσφέρουν στήριγμα εκεί όπου η πολιτεία αποσύρει το δικό της λόγω λειψών κονδυλίων, νοοτροπίας, αγκυλώσεων, δημοσιοϋπαλληλικής αδιαφορίας, που διανέμουν αγαθά και υπηρεσίες, τα περισσότερα χωρίς ιδιοτελείς βλέψεις. Εισχωρούν στη σάρκα της κοινωνίας, ως αόρατος ιστός, κρατώντας την όσο γίνεται ορθή, συνεκτική. Δίκτυα άμεσης συνδρομής, παράκαμψης μεσαζόντων, νομικής υποστήριξης, ελεύθερου λογισμικού, ελεύθερων μετακινήσεων, τράπεζες χρόνου, συνεταιρισμοί ζωντανής οικονομίας, κοινωνικά ιατρεία, οικο-κοινότητες, πρωτοβουλίες διαχείρισης απορριμμάτων, παιδικά στέκια... Πολίτες παίρνουν σκούπα και φαράσι και καθαρίζουν τον δρόμο, το πάρκο της γειτονιάς, μαγειρεύουν για φτωχούς, προσφέρουν από τα περισσευούμενα, απασχολούν παιδιά εργαζόμενων γονέων, φροντίζουν ηλικιωμένους, απαλύνουν τον πόνο ανιάτων, επαγγελματίες περιθάλπουν ανασφάλιστους, εμβολιάζουν άπορα νήπια, χειρουργούν δωρεάν, μορφώνουν παιδιά κι ενήλικες, δίνουν παραστάσεις σε νοσοκομεία και ιδρύματα, απομακρύνουν από το χείλος του γκρεμού χρήστες ουσιών, προσφέρουν ευκαιρίες ζωής σε ερείπια του περιθωρίου, σβήνουν φωτιές, προστατεύουν οικοτόπους, αποκαλύπτουν κρυμμένα «αποστήματα», οργανώνουν ιδέες και τάσεις, θέτουν στην ημερήσια διάταξη καίρια θέματα περισσότερο απ’ ό,τι οι κυβερνήσεις, δημιουργούν αυτόνομες κοινότητες πολιτών, νέα πεδία δημόσιας έκφρασης...

Μια νέα αντίληψη πλάθεται μεταξύ νέων και ηλικιωμένων, αντρών και γυναικών που βαρέθηκαν να μαραζώνουν στο άγονο έδαφος των πολλαπλών διαψεύσεων και δρουν κινητοποιημένοι από την ανάγκη του άλλου ή την κοινή ανάγκη, ανασκάπτοντας παλιά κοινωνικά θεμέλια: ότι τίποτα δεν πετυχαίνουμε μόνοι, χωρίς τον διπλανό μας. Οτι το σύνολο είναι πάντα κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μελών που το απαρτίζουν. Οτι η από καρδιάς έμπρακτη προσφορά όχι μόνο βγάζει από το αδιέξοδο, αλλά και κάπως αμβλύνει τις ανισότητες, δίνει μια λύση στην ανεργία, περιορίζει την κρίση των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η προστιθέμενη αξία που παράγεται από τους εθελοντές διαμορφώνει ένα νέο εθνικό προϊόν.

Ομως, ο εθελοντισμός -που δεν έχει σχέση με τον οίκτο ή τη φιλανθρωπία αλλά με την ενεργό συμπαράσταση- δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαταστήσει την κρατική λειτουργία. Ωστόσο, μπορεί ώς ένα βαθμό να την εξυγιάνει. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες η κοινωνία των διαθέσιμων πολιτών θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή των κυβερνήσεων.

Εάν καταφέρει να αφυπνίσει τον λειτουργό που κοιμάται στο βάθος ενός λειτουργού, να σφραγίσει τις δεξαμενές απατηλής διαφάνειας, να πείσει ότι οι αναλαμπές δεν είναι στιγμιαίες και ότι οι πτώσεις δεν είναι ο κανόνας που μας διέπει.

Εάν πετύχει να νικήσει τις δυσκολίες που γεννά το γεγονός ότι το χρήμα παραμένει ο σημαντικότερος γεννήτορας αξιών και τον πολιτισμό μας ρυθμίζει ο νόμος της αγοράς, που δεν επιτρέπει δομικές αλλαγές παρά μόνο μικρές «παρεκκλίσεις», συσσίτια, ελεημοσύνες, εθελοντικές εργασίες, ώστε να αποφορτίζονται οι πιέσεις και το κοχλάζον καζάνι να μη σκάει...

Της Τασούλας Καραϊσκάκη, αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Μάρμαρα με ειδικές ανάγκες

Ο 19ος αιώνας, πριν ακόμη γεννήσει τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, του Μπαλζάκ και του Ντοστογιέφσκι, έφτιαξε τις μεγάλες συλλογές των μουσείων. Η Ελλάδα υπήρξε από τους βασικούς τροφοδότες τους. Στη χαραυγή του αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης και της γέννησης του σοσιαλισμού, το 1801, ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μεγάλη Πύλη Τόμας Μπρους, γνωστός ως ο 7ος λόρδος του Eλγιν, επισκέφθηκε την Αθήνα όπου, δωροδοκώντας τις οθωμανικές αρχές, απέσπασε την άδεια να αφαιρέσει τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα. Είχε μαζί του μια ομάδα από τεχνίτες και καλλιτέχνες, των οποίων όμως η τεχνογνωσία δεν υπήρξε αρκετή για να αποφευχθούν καταστροφές κατά τη βίαιη αποκόλληση των γλυπτών μελών από το σώμα του αρχιτεκτονήματος. Για να καταλάβουμε τη νοοτροπία του Eλγιν ή όσων συνόδευαν τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία της Αιγύπτου τα ίδια περίπου χρόνια (1798-99), φτάνει να ανατρέξουμε στην εμβληματική για τη σύλληψη των μεγάλων μουσείων άποψη του Βιβάν Ντενόν, του πρώτου διευθυντή του Λούβρου – την παραθέτω από μνήμης: «Τα μουσεία υπάρχουν για να αποδώσουν στα αριστουργήματα της τέχνης τη σημασία που ο φυσικός τους χώρος δεν αντιλαμβάνεται». Ο Αντρέ Μαλρώ, ο πρώτος υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, που στα νιάτα του έγινε διάσημος ως αρχαιοκάπηλος, όταν προσπάθησε να βγάλει λαθραία από την Καμπότζη γλυπτά της τέχνης των Χμερ, είχε αποκαλέσει την αποκοπή του έργου τέχνης από τον φυσικό του χώρο «ευτυχή ακρωτηριασμό». Η μεταμόρφωση των βυζαντινών εικόνων από λατρευτικά αντικείμενα σε αριστουργήματα της ζωγραφικής είναι ένας «ευτυχής ακρωτηριασμός». Κατά την ίδια λογική, η Αφροδίτη της Μήλου αναδεικνύεται ως αριστούργημα όταν συνυπάρχει στον ίδιο χώρο με την Τζοκόντα ή τη ζωγραφική του Μποτιτσέλι, ενώ στην είσοδο του υπέροχου θεάτρου της Μήλου, με θέα τον κόλπο, παραμένει ένα αρχαιολογικό εύρημα ανάμεσα στα άλλα. Λίγο ώς πολύ σ’ αυτές τις βασικές αρχές συνοψίζεται η λογική του Βρετανικού Μουσείου, αρχές που λειτούργησαν ως θεμέλια του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Βέβαια, μετά τον λόρδο Ελγιν τον Παρθενώνα επισκέφθηκε ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος και του αφιέρωσε το σατιρικό ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς» – όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως η μοιχεία που διέπραξε η σύζυγος του Ελγιν και το διαζύγιό του οφείλονταν στην εκδίκηση της Αφροδίτης για τη λεηλασία του Παρθενώνα. Τον επισκέφθηκε και ο Σατωμπριάν, και ο Ερνέστος Ρενάν, στο τέλος του αιώνα, ο οποίος και του αφιέρωσε την περίφημη «Προσευχή στην Ακρόπολη». Η Ελλάδα ήταν πια κράτος, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Λονδίνο και τα Γλυπτά στο Λούβρο λειτουργούσαν ως προπαγανδιστικός μηχανισμός για τις υποθέσεις της, ο Καβάφης όμως αφιέρωσε ένα κείμενο στο ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, και κάποιες φωνές ακούστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ζητώντας τα, απαιτώντας τα ή παρακαλώντας να τα επιστρέψουν, ώσπου η Μελίνα Μερκούρη να επισκεφθεί το Λονδίνο και να χύσει, ως τραγωδός, ένα δάκρυ μπροστά στις μετόπες και τις ζωφόρους του μνημείου, εκεί όπου μία πινακίδα πληροφορούσε τους επισκέπτες πως «The missing parts are still in Athens». Η Μελίνα βέβαια ήταν η μόνη υπουργός Πολιτισμού της χώρας μας της οποίας η επίσκεψη στο Λονδίνο αναφερόταν στην πρώτη σελίδα των Times, παρ’ όλ’ αυτά όμως τα υπόλοιπα κομμάτια που λείπουν από το Βρετανικό Μουσείο όχι μόνον εξακολουθούν, ευτυχώς, να βρίσκονται στην Αθήνα, αλλά φιλοξενούνται και στο ολοκαίνουργιο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης περιμένοντας και τα υπόλοιπα. Λίγο ώς πολύ σ’ αυτά τα βασικά συνοψίζεται ο αγώνας για την επιστροφή των Ελγινείων. Θεωρώ πως οι εθνικιστικές κορώνες που τον συνοδεύουν δεν έχουν περισσότερη σημασία από τις κραυγές των χουλιγκάνων για το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

Η Ευρώπη του 21ου αιώνα δεν είναι η Ευρώπη του 19ου και η μετανεωτερικότητα δεν έχει καμία σχέση με τη χαραυγή της νεωτερικότητας. Πριν από μερικά χρόνια, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ Μακ Γκέγκορ, είχε δηλώσει στον «Γκάρντιαν» πως το σημαντικότερο έργο που φιλοξενεί στις συλλογές του είναι μια κατασκευή από τα όπλα του εμφυλίου πολέμου στη Μοζαμβίκη διότι μέσω αυτών μπορείς να πληροφορηθείς πολλά για την κατάσταση της αφρικανικής χώρας και του καιρού εκείνου. «Ενδιαφέρουσα τοποθέτηση» που θα λέγαμε και στο πάνελ, πλην όμως ουδεμία σχέση έχουσα με τη λογική που έχτισε τα μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία. Το αριστούργημα δεν είναι αριστούργημα επειδή μεταφέρει πληροφορίες. Εχει μια αξία που υπερβαίνει τον χώρο και την εποχή που το γέννησε. Αρα όσα επιχειρήματα στηρίζονταν στη λογική που έχτισε τα μεγάλα μουσεία εκπίπτουν στο όνομα του μετανεωτερικού σχετικισμού. Η Ελλάδα θα μπορούσε να προβάλει ως βασικά αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα που της στέρησαν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα έως σήμερα: εμείς εδώ μπορούμε να τα αναδείξουμε ως απόλυτες αξίες της ανθρώπινης δημιουργίας, αφού θα επανενταχθούν όχι στον φυσικό τους χώρο, αλλά στο αρχιτεκτονικό σύνολο ως μέλη του ιδίου οργανισμού.

Πριν από μερικές ημέρες, με τη δικομανία μας πιστέψαμε πως αν πάμε στα δικαστήρια θα κερδίσουμε την υπόθεση. Η κ. Κλούνεϊ μας προσγείωσε στην Unesco, σ’ έναν μάλλον αδύναμο οργανισμό. Είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτισμική υπόθεση. Δεν συγκρούονται τα εθνικά συμφέροντα, αλλά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ομως, δυστυχώς, τα έχουμε καταφέρει ώστε κανείς να μην ακούει τους Ελληνες όταν μιλούν για ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, αναδημοσίευση από την Καθημερινή

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Πορεία προς την ερωτική μύηση από τον Παπαδιαμάντη

(Η λίμπιντο, το  θαλάσσιον  άντρον και η προσκόλληση του πλάσματος επάνω του)

Παρότι στην εποχή του, αρχές του 20ου αι.,  τοΌνειρο στο κύμα  θεωρήθηκε κείμενο πρωτοποριακό και  σκανδαλιστικό αφού δίνεται η περιγραφή για πρώτη φορά ενός γυμνού γυναικείου σώματος, σήμερα το διήγημα τού Παπαδιαμάντηείναι μάλλον ξεπερασμένο όσον αφορά τις ερωτικές του σκηνές – για να μην πω ότι  προκαλεί ανία.
Αυτήν τη μοίρα έχουν τα παλιά κείμενα όταν οι κοινωνικές εξελίξεις και οι ραγδαίες αλλαγές των ηθών ακυρώνουν το σημείο αιχμής, το κύριο   συγκρουσιακό στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η ιδέα και η οπτική του συγγραφέα τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, το πάλαι ποτέ σκανδαλώδες παύει να προσλαμβάνεται από τον σύγχρονο αναγνώστη ως τέτοιο και το λογοτεχνικό οικοδόμημα φαίνεται, νοηματικά, αστήρικτο.
Τα ερωτικά διλήμματα λχ του νεαρού βοσκού στον Παπαδιαμάντη δεν λένε τίποτα στον σύγχρονο αναγνώστη – κυρίως τον έφηβο αναγνώστη-- τον ξεσκολισμένο από τα τηλεοπτικά του γεννοφάσκια μ’ αυτά τα θέματα. Ούτε καν μπορεί να γίνει κατανοητή η αιτία των τύψεων τού ήρωα για την ερωτική έλξη που ένιωσε.
Για ποιο τάχατες λόγο βασανίζεται ο αφηγητής; Και είναι αρκετή η μνήμη ενός ερωτικού σώματος, (ή η επιθυμία που άλλωστε δεν πραγματώθηκε ποτέ) να επιφέρει το υπερβολικό τίμημα της διά βίου οδύνης ; Το αίτιο δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί τέτοιο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, υποσκάπτεται το «εικός και αναγκαίο» της λογοτεχνικής σύμβασης.  
                                                            *
Κι όμως, αν ανασηκώσει κανείς τη φλούδα στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, αν κοιτάξει περισσότερο υποψιασμένος τη γλωσσική διατύπωση, τις εικόνες, τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες, θα ανακαλύψει εντυπωσιακές ερωτικές περιγραφές : εκστασιακές, καθότι υπαινικτικές. Κάτω από τον γλωσσικό μανδύα υπολανθάνει η ελκυστική αβεβαιότητα (είναι; δεν είναι;)  που κάνει ακόμα πιο έντονη την ερωτική περιγραφή.
Εντοπίζονται τέσσερεις τολμηρές, ερωτικές σκηνές που μπορούν να προκαλέσουν ποικιλοτρόπως το αισθητικό και διανοητικό ενδιαφέρον τού σύγχρονου αναγνώστη. Συμβάλλοντας, έτσι, στη διαφοροποίηση της τρέχουσας αντίληψης περί έρωτος – πράγμα που μπορεί να το καταφέρνει η σπουδαία/ αξιόλογη λογοτεχνία.

1 . Υπάρχει μια περιγραφή η οποία σέρνεται σε σχοινοτενείς περιόδους λόγου και το νόημά της μοιάζει τελικά να χάνεται. Είναι σ’ εκείνο το σημείο που ο έφηβος βοσκός κατεβάζει τα γίδια του στη θάλασσα «δια να αρμυρίσουν».
Και περιγράφει τον αιγιαλόν «ανάμεσα στους βράχους»· όπου «το κύμα [διεισδύον] εσχημάτιζε γλαφυρούς κόλπους και αγκαλίτσες» και «οι βράχοι αλλού εκυρτώνοντο [..] και αλλού εκοιλαίνοντο [..],  και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους, το νερό εισεχώρει μέσα στην ξηρά μορμορίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς [..] που αναπηδά [..] και λαχταρεί να χορεύσει »Και ο ήρωας συνεχίζει «είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ελιμπίστηκα, κι  ελαχτάρησα να πέσω [μέσα της] και να κολυμβήσω»…
Δεν θα ήταν έξω από τα ειωθότα και τα δεδομένα του Συμβολισμού να δει κανείς την ανωτέρω φυσική περιγραφή σαν μια αλληγορία, μια παραλληλία εικόνων που παραπέμπουν συνειρμικά στην κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων.
Με γλωσσικά μέσα την υποβλητική έκφραση, τη μουσική χρήση της γλώσσας, συνδηλώσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις, όλα στοιχεία του Ρομαντισμού και του Συμβολισμού που εκείνο τον καιρό βρισκότανε στο φόρτε του, ( το διήγημα δημοσιεύθηκε το 1900), θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα πρώτο -- εντελώς ανώδυνο —προανάκρουσμα της ερωτικής πράξης. (1)   
Θαρρώ ότι σ’ αυτό το χωρίο περιγράφεται εσκεμμένα η ερωτική λειτουργία, η προσέγγιση και η έλξη δύο ‘ζωντανών’ οργανισμών, η διείσδυση του νερού στις εσοχές της ξηράς-- σαν να επρόκειτο για καμπυλότητες γυναικείου σώματος, στήθη και δαιδαλώδεις κοιλότητες, ερωτικούς ψιθυρισμούς και κινήσεις χορευτικές τού κορμιού. Που ωστόσο επεκτείνεται στην εσώτερη λαχτάρα, στο ερωτικό σκίρτημα και την έλξη των σωμάτων. Με κορύφωση την άμεση αναφορά στην δική του  «libido»  που υποβάλλεται ευθέως με τη χρήση του ρήματος  ελιμπίστηκα· τη δική του λαχτάρα να πέσει μέσα της και να κολυμπήσει.
Αν, λέω,  καταφέρει κανείς να ερμηνεύσει το απόσπασμα με αυτή την οπτική, ως συμβολική μετάθεση της ερωτικής πράξης, τότε το κείμενο απογειώνεται και κεντρίζει το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη.  (Είπα «αν καταφέρει» γιατί η γλωσσική ερμηνεία απαιτείται να υπηρετήσει το ήθος του Παπαδιαμαντικού λόγου,  κι αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο).  
Πάντως, ως εδώ, συντελείται η πρώτη φάση μιας μύησης: Τα εξωτερικά ερεθίσματα, ο χώρος, η πρόκληση, όλα τα στοιχεία που προοιωνίζονται εξελίξεις στο πεδίο του έρωτα, ανελκύονται προσεκτικά από  τον χώρο της Φύσης και εναποτίθενται στο χώρο ενός υποσυνειδήτου. Δεν μπορεί να γνωρίζει ο αναγνώστης τι υπολανθάνει ακριβώς, αλλά υποψιάζεται ότι το περιβάλλον «σημαίνει» και το αισθάνεται ότι η δυναμική του χώρου «δηλοί», δεν είναι κενά περιγραφική.
 
2. Οι υποψίες τού αναγνώστη επιτείνονται λίγες γραμμές πιο κάτω. Όταν αρχίζει να έρχεται, σχεδόν, το σούρουπο. Το σκοτάδι, το πέπλο της νύχτας καλύπτοντας ντροπές κι εφηβικές αναστολές, αποτελεί τον καταλληλότερο χρόνο για τη μύηση στον έρωτα. Η αλουργίδα του δύοντος ηλίου μοιάζει με χαλί οπού πάνω του θα περπατήσει σε λίγο ο μυούμενος έφηβος.
Ακολουθεί η αποκαλυπτική περιγραφή του άντρου. Όπου,  συμβολικά, θα επισυμβεί, θαρρείς, η τελετουργική μύηση του έφηβου στα κρεβάτια του έρωτα.  Στρωμένα με κοχύλια και αρώματα και διεγερτικούς καλλωπισμούς από  Νύφες και θαλάσσιες θεότητες, μοιάζει με τόπο ενός παγανιστικού ηδονισμού. Ένα νοητό μονοπάτι που έφτανε όλως τυχαίως (;) ως την πόρτα της καλής του θα τον οδηγήσει στο άντρο του έρωτά του· (η έκπτωση, η αμαρτία  της χριστιανικής αντίληψης μπορούν προς το παρόν να περιμένουν) :
«Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον [..] έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου , που είχε βασιλέψει[..]. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος [..] ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, δια να καθίση να δειπνήση .
Δεξιάν [..] εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένο με κρυσταλλοειδή κοχύλια  και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι [..]»  
Οι εντυπώσεις που σχηματίζονται στον αναγνώστη, η περιγραφή της οπτικής   εμπειρίας είναι τόσο ισχυρή και έντονη που είναι αδύνατον να μην αναχθεί ο νους σε μιαν αντίστοιχη ερωτική πραγματικότητα. (2) και (3).
Εξάλλου, ο καθαρεύων λόγος της περιγραφής – σχεδόν εκκλησιαστικός--  αλλά κυρίως το σκηνικό του (θαλάσσιου) άντρου,  παραπέμποντας σε μυθολογικά στοιχεία υποβάλλουν την ιδέα ενός χώρου ιερατικού σάμπως να μπαίνει κανείς στο κατώφλι μιας εκκλησιάς.Το ‘βέβηλο’ εξαγιώνεται, το ανίερο γίνεται ξάφνου ιερό και το αισθητικό συνταιριάζεται με το αισθησιακό.    
Ίσως, ό, τι δεν μπόρεσε να πει ο Παπαδιαμάντης εξαιτίας των  συντηρητικών ηθών της εποχής, το δίνει με λόγο αλληγορικό. Και η περιγραφή αποκαλύπτει το κρύφιο νόημά της αλλά και τη λειτουργικότητά της στο λογοτεχνικό λόγο.

3. «Ώσπου, τελικά, «επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου και έπεσα εις την θάλασσαν[..]. Ησθανόμην γλύκαν,  μαγείαν άφατον,  εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους […]. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω[..] δεν θα εχόρταινα ποτέ[..]»  
Η γύμνωση, οι εντυπώσεις από τη εμπειρία του ‘ερωτικού βιώματος’,  από τη ένωση, τη διείσδυση και καταβύθιση στο υγρό στοιχείο, το αλμυρό και το δροσώδες,καταγράφονται με δέος. Χρησιμοποιούνται δύο ρήματα δηλωτικά της βαθιάς αίσθησης καθώς και της αποτύπωσης του γεγονότος, δια παντός, στη φαντασία τού αφηγητή :  α) ησθανόμην ( που συμπληρώνεται από δύο αντικείμενα δηλωτικά της ερωτικής απόλαυσης :μαγεία άφατον – γλύκαν),   και β)  εφανταζόμην(συμπληρώνεται με δύο παρομοιαστικές ταυτίσεις : ως να ήμην έν.. - ως να μετείχον της φύσεως αυτού).
Όλες οι λέξεις που αναφέρονται στο υγρό στοιχείο, η υφή και οι γεύσεις της θάλασσας «της υγράς,  αλμυράς  και δροσώδους» είναι ταυτόσημες με τους χυμούς και τον κόλπον του γυναικείου σώματος. Η δε αίσθηση της ένωσης του ήρωα με το υγρό στοιχείο ανταποκρίνεται πλήρως στην αντίστοιχη αίσθηση που αποκομίζουν δυο κορμιά εξημμένα από το ερωτικό τους πάθος αλλά και την ψυχική τους ένωση.     
Ο λόγος του Παπαδιαμάντη, ειρήσθω εν παρόδω,  ακούγεται κατασταλαγμένος. Ένα είδος ομολογίας από αφηγητή απομακρυσμένο πλέον από το γεγονός εκείνο. Αλλά με αφομοιωμένη γνώση και συνείδηση που φαίνεται ότι επέφερε την ολοκλήρωσή του. Όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό.
Μια συμπαντική, θαρρείς, αίσθηση – που σέρνεται με αργούς ρυθμούς των τριών ασύνδετων σχημάτων τού αποσπάσματος, αλλεπάλληλων, σε μια έκταση  τεσσάρων τυπογραφικών γραμμών – αντανακλά αφενός μεν την αντίληψη του συγγραφέα περί Φύσεως και αφ’ ετέρου τη γνωστή στο εκκλησιαστικό μυστήριο του γάμου ρήση για την ένωση των δύο σωμάτων σε σάρκα μία.

4. «[..] εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον. Καθώς την είχα περιβάλλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ…»
Η στιγμή της διάσωσης είναι θαυμαστά μελετημένη: ως προς τη χρήση της γλώσσας και τον λογικό  μηχανισμό που τη διέπει, αλλά και ως προς  την κειμενική στρατηγική που ακολουθείται.
Ολόκληρο το είναι του ήρωα—και μαζί η αγωνία του αναγνώστη—εστιάζεται στην σωτηρία της κόρης. Και μόνο μια υποδόρια, εντελώς φευγαλέα και σχεδόν ασύνειδη αίσθηση επαφής αφήνεται στον αναγνώστη με την ‘χλιαράν —πλην ασθενή--- πνοή εις την παρειάν του’. Μιλώ για κάποιο ψυχανέμισμα (ούτε καν υποψία) τού αναγνώστη. Δεν θα μπορούσε, ίσως, να διανοηθεί κανείς ότι σε μια τόσο δραματική στιγμή, ο νεαρός βοσκός θα είχε ιδιοτελείς βλέψεις. Η σωτηρία της κόρης δεν αφήνει κανένα περιθώριο για άλλες σκέψεις.  
Όμως υποβάλλεται εσκεμμένα η ιδέα ‘της ζεστής ανάσας στην παρειά του έφηβου’. Την οποία βεβαίως καταγράφει προκειμένου να την αντικρούσει αμέσως παρακάτω ‘σε περίπτωση που κατηγορηθεί από κακόβουλους’.
Κι όταν έχει διασφαλίσει την βεβαιότητα τού αναγνώστη του, (την εδραιώνει με τη χρήση των λέξεων : δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα.. /  την ετίναξα δια να δυνηθή να  αναπνεύση.. ) χρησιμοποιεί εκ του ασφαλούς πλέον τη  διφορούμενη και πάλι αλλά τολμηρή διατύπωση:
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου». Θα ήταν αδύνατον να διατυπωθεί έτσι το γεγονός της σωτηρίας,  αν δεν είχαν ήδη προηγηθεί οι εξισορροπιστικές φράσεις που αποτρέπουν τον αναγνώστη να σκεφτεί οτιδήποτε μεμπτόν. 
Είναι τόσο έντονα δηλωτική αυτή η προσκόλληση του πλάσματος επάνω του, -- ο παρατατικός ‘προσεκολλάτο’ μάλιστα παρατείνει τη διάρκεια του χρόνου καθιστώντας την προσκόλληση όχι στιγμιαία αλλά ως έχουσα ολόκληρη πορεία ζωής από τούδε και στο εξής-- ώστε σπεύδει και πάλι να απαλύνει τις υποψίες. Κι αυτή τη φορά το διατυπώνει καθαρά ( κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου) .
Προκειμένου δε να απομακρυνθεί εντελώς η σκέψη του αναγνώστη από οτιδήποτε άπτεται της ερωτικής επιθυμίας, εμπλέκει – παραδόξως, νομίζω και μάλλον αμήχανα -- τα περί  χρηματικής αμοιβής ( Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν’). Ωστόσο, η εικόνα ενός πλάσματος που προσκολλάται επάνω του έχει μείνει χαραγμένη στον νου τού αφηγητή, κι έχει καταγραφεί στη συνείδηση του αναγνώστη.

                                                            *
Τελειώνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ξανά τη γενική παρατήρηση ότι αν αποσπασθεί ο αναγνώστης από την εικόνα του νερού και της θάλασσας, θα καταφέρει να συγκροτήσει το σκηνικό της (πρώτης, ίσως) ερωτικής εμπειρίας του ήρωα. Θα ανιχνεύσει τη λαχτάρα τού έφηβου, τον λυσιμελή του πόθο. Κι ακόμα, όλες τις ερωτικές εικόνες που τον τρέφουν, αλλά κι αυτές που εστιάζει πάνω τους· την αγωνία της σωματικής απόλαυσης, τη γνώση του έρωτα.
Η συγκεκριμένη αλληγορία φέρνει στο προσκήνιο την προσδοκία ενός σώματος που δονείται από  την ερωτική απόλαυση ο δε νους καθηλώνεται ( και τώρα και για πάντα) στο τορνευτό κορμί της ερωμένης.    
Μέσα απ’ το λόγο αναδύεται η ένταση τής ένωσης, ιχνηλατείται η γλυκύτητα και υπολανθάνει η εναγώνια επιθυμία ενός έφηβου –σχεδόν παιδιού -- να διοχετεύσει τη σεξουαλική του ορμή, να πραγματώσει τον ερωτικό του εαυτό, να απελευθερώσει τις ζωικές και ψυχικές του δυνάμεις.
Μπορεί να δει ο αναγνώστης τον κυματισμό της θάλασσας και τον χορό  των σωμάτων, ένα κορμί νεανικό που πλαντάζει όπως τα κύματα της, ένα σώμα που βυθίζεται ολόκληρο εντός της. Τον πόθο  και τον πυρετό του. Την καθαρότητα της φλόγας και την ένταση του καύματος απ’ το οποίο πυρπολείται. (Η αμηχανία τού  αγοριού είναι ένα άλλο, τεράστιο κεφάλαιο, ηθικής και αισθητικής σημασίας που θα μπορούσε να κάνει κανείς ολόκληρη διατριβή).  
Πρόκειται, θαρρείς, για μια μέθεξη σε κάτι υπερβατικό. Που ωστόσο είναι ιερό μαζί γι’ αυτόν και βέβηλο. Εξού και η αμφιθυμία των αισθημάτων του, τώρα και αργότερα.
 Άραγε είναι δυνατόν να προσεγγίσει κανείς αυτήν τη διάσταση της παπαδιαμαντικής ερωτικής ζωής; Μάλλον όχι. Πολύ περισσότερο, ο σημερινός άνθρωπος  – ο ψυχικά αποξηραμένος. Γι’ αυτόν ο έρωτας είναι εξουσία, επιβολή πάνω στον άλλον, προβολή της δύναμης. 
Το Όνειρο στο κύμα όμως δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει κανείς για τη χαμένη αυτή  ποιητική οπτική τού (σωματικού εννοώ κι όχι κανενός παλτωνικού) έρωτα. Οι τολμηρές αλληγορίες του Παπαδιαμάντη μπορούν να δώσουνε το έναυσμα.
Του Κώστα Λογαρά, αναδημοσίευση από το tvxs.gr