Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Η νοσταλγία και οι κοινοτοπίες της

Το θεατρικό έργο που διαφημίζεται τον τελευταίο καιρό στην τηλεόραση είναι έτσι κι αλλιώς φημισμένο, υποστηριγμένο και από την παράδοσή του. Κάτι όμως στη ρεκλάμα της «Γειτονιάς των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλη ενοχλεί: ένας κοινός τόπος που επαναλαμβάνεται εδώ αφοριστικά σαν αυταπόδεικτη αλήθεια. Η φράση δηλαδή ότι το δράμα αναφέρεται σε μια εποχή όπου «υπήρχε ακόμα φιλότιμο, αλληλεγγύη και μεγάλοι έρωτες». Εντάξει, καμιά αντίρρηση. Η διαφήμιση χρησιμοποιεί τη γλώσσα της διόγκωσης, της υπερβολής, του πληθωρισμού, ό,τι κι αν προπαγανδίζει, από κόμματα έως φρέσκα κινητά ή ξυραφάκια με πέντε λάμες, που ώρες ώρες πιστεύεις ότι κυκλοφορούν μόνο και μόνο για να δώσουν έπειτα από ένα εξάμηνο την ευκαιρία να κυκλοφορήσουν τα εξάλαμα, ενόψει των επερχόμενων οκτάκοπων.
Πρόκειται για μια γλώσσα που δεν αποσκοπεί μόνο στον εντυπωσιασμό του υποψήφιου πελάτη, αλλά και στο θόλωμα των εικόνων και των κριτηρίων, συχνά και στη σύγχυση. Να, όπως συμβαίνει τελευταία με ορισμένα σποτάκια, που ενώ ο στόχος τους είναι να ρεκλαμάρουν εμπορικές αλυσίδες ή ποικίλα αναλώσιμα, κάνουν σκληρό ιδεολογικοπολιτικό παιχνίδι: Ποντάρουν αμετροεπώς στην ελληνικότητα (ακόμη και αν τα συμφέροντα είναι ξένα) και πλασάρουν γλυκερές ρητορείες για το πώς θα ξεπεράσουμε την κρίση αρμονικά (δηλαδή αφύσικα) ενωμένοι, για εθνικά όνειρα υπέρβασης και ανάταξης και για ό,τι άλλο θεωρεί πρόχειρο ο διαφημιστικός μύλος. Θαρρείς και αδιαφορούν ολότελα για το κέρδος, υποκαθιστούν τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς εν γένει και αυτοπαρουσιάζονται σαν εθναπόστολοι, σαν μεγάλοι χορηγοί (οραμάτων, όχι χρημάτων) και ανιδιοτελείς αρωγοί στην όλη προσπάθεια να βγούμε από ένα τούνελ που φέρνει όλο και περισσότερο στις διαστημικές σκουληκότρυπες της ευφάνταστης κινηματογραφικής «Επαφής» με αφανείς εντούτοις εξωγήινους, καθεμιά από τις οποίες έβγαζε σε άλλη, μεγαλύτερη, αν το επίθετο «μεγαλύτερος» διασώζει νόημα στις συμπαντικές διαστάσεις.
Εκείνο λοιπόν που δυσαρεστεί –τουλάχιστον το δικό μου αυτί– στη θεατρική διαφήμιση είναι ότι κωδικοποιεί την έτσι κι αλλιώς διάχυτη νοσταλγία για το κατά Ασημάκη Πανσέληνο «τότε που ζούσαμε». Τη νοσταλγία για ένα παρελθόν που το εξιδανικεύουμε, παρακινημένοι και από τις τωρινές δυσκολίες και από κάποια παλιά αισθήματα που εξακολουθούν να μας δωρίζουν τη θαλπωρή τους, σαν αναμνήσεις λίγο ή πολύ επεξεργασμένες πια. Το μυθοποιούμε, διότι διαφορετικά δεν είναι βέβαιο ότι θα είχαμε όλοι μας στέρεους λόγους να το νοσταλγήσουμε. Παρά τα ακρίτως λεγόμενα, ότι «σήμερα ζούμε μια δεύτερη Κατοχή» (οι αφορισμοί αυτοί αδικούν και προσβάλλουν τους ίδιους τους πατεράδες και τους παππούδες μας, που τυραννήθηκαν αλλά και πάλεψαν στη μία και μόνη Κατοχή, ανεπανάληπτη θέλουμε να ελπίζουμε), πόσοι στ’ αλήθεια θα απεμπολούσαν τη σημερινή εποχή για να επιλέξουν τη μετεμφυλιακή, με την άγρια και ποικιλόμορφη στενοχωρία της; Πόσοι θα έμπαιναν πράγματι στο λεωφορειάκι που ταξιδεύει αναπόταμα στο χρόνο για να σταθμεύσουν μόνιμα στο ’50 και το ’60 και όχι για να κάνουν μια ταχύτατη επίσκεψη στις πιο γλυκές (ή τις πιο πικρές) αναμνήσεις τους;
Δεν μιλάω για την κραυγαλέα διαφορά στα υλικά αγαθά και στις ανέσεις, ούτε καν για τα ίδια τα στοιχειώδη, όπως το ηλεκτρικό και η τουαλέτα, απόντα στη μισή τουλάχιστον Ελλάδα εκείνον τον καιρό. Για την τοτινή ελευθερία και δημοκρατία μιλάω, ανάπηρη και με βαριά δεσμά, και για τη σημερινή· που μπορεί να είναι στρεβλή ή κούφια σε πολλά, μπορεί να τελεί υπό εξωθεσμική χειραγώγηση και εξωεθνική επιτήρηση, είναι εντούτοις πιο ευρύχωρη από τη μετεμφυλιακή, με τη ματωμένη κοινωνία της κομμένη βάναυσα στη μέση, να ασφυκτιά και να μεταναστεύει, και με ακμάζοντα τον «σωφρονιστικό τουρισμό» στα ωραία νησιά μας.
Ναι, αλλά τότε «υπήρχε ακόμα φιλότιμο, αλληλεγγύη, μεγάλοι έρωτες» επιμένει η διαφήμιση, κόβοντας το χρόνο σε ένα πριν, που προβάλλεται σαν άξιο, και σε ένα μετά, που υποδηλώνεται πλήρως ανάξιο και μίζερο. «Πρόκειται για το αφήγημα της πτώσης» θα έλεγαν οι φιλολογούντες και θα μας θύμιζαν πως η πρότυπη μορφή της αφήγησης αυτής απαντά στα «Εργα και Ημέραι» του Ησίοδου. «Χρύσεον μεν πρώτιστα γένος μερόπων ανθρώπων αθάνατοι ποίησαν», λέει ο ποιητής, δεύτερο και «πολύ χειρότερον» έφτιαξαν το ασημένιο, τρίτο, πτωτικά πάντοτε, το χάλκινο, τέταρτο το γένος των ηρώων, σαν μια αναλαμπή που δεν άντεξε για πολύ. Και πέμπτο το σιδερένιο γένος, που του γράφτηκε ο αδιάκοπος κάματος, οι ακοίμητες έγνοιες και η φθορά, ώσπου να σιχαθούν τους άθλιους ανθρώπους και να τους παρατήσουν η Αιδώς και η Νέμεσις, αφήνοντάς τους στα «λυγρά άλγεά» τους, τα θλιβερά τους βάσανα – τα αγιάτρευτα· αυτά που συνιστούν και την ανθρωπινή τους ταυτότητα και ουσία.
Αν, ησιοδότροπα, συνεχίζαμε να μετράμε στάδια εκφυλισμού, θα χάναμε το λογαριασμό. Ας μείνουμε λοιπόν στη διαβεβαίωση ότι τότε μπορεί πολλά να ήταν μαύρα, όμως «υπήρχε ακόμα φιλότιμο, αλληλεγγύη και μεγάλοι έρωτες». Για τους μεγάλους έρωτες, δύο τινά: ο καθείς δικαιούται, όποτε κι αν έζησε ή θα ζήσει, να πει ότι δεν υπάρχει πιο μεγάλος έρωτας από αυτόν που χάρηκε ο ίδιος, κι ας μην τον ανέδειξε ένας Ομηρος – ή ένας Σαίξπηρ· και δεύτερον, αρκετοί θα ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχουν μεγάλοι έρωτες μετά την Ελένη και τον Πάρι ή, οι της εβραϊκής παράδοσης, μετά τον Αδάμ και την Εύα ή, οι της σαιξπηρικής, μετά τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Για το φιλότιμο, το περίφημο «ελληνικό φιλότιμο» που αποτελεί σταθερή παράμετρο όχι της αυτογνωσίας μας αλλά της αυτοκολακείας μας, αν δεχτούμε τον ισχυρισμό πως είναι εγκάτοικος των γονιδίων μας, τότε υπάρχει σε κάθε περίπτωση· ή λείπει.
Για την αλληλεγγύη, τέλος, που και αυτή υποτίθεται πως έχει χαθεί, δίχως να θέλω να βάλω κι εγώ μπροστά τη μηχανή της εξιδανίκευσης, πιστεύω ότι αν όντως δεν εκδηλωνόταν στις βαριές μέρες μας, τότε όλοι οι μαύροι δείκτες θα ήταν ζοφερότεροι. Και δεν εννοώ την τηλεοπτικώς αυτοδιαφημιζόμενη (ή αυτοχαριεντιζόμενη με φόντο δράματα) «επώνυμη» φιλανθρωπία ούτε την κομματική-δημοκοπική, αλλά την πανελλαδικά εξαπλωμένη ανώνυμη αλληλεγγύη. Μιλώ για τις πάμπολλες εστίες έγνοιας και αντίστασης στην ποικίλη φθορά, που λειτουργούν πολύ πιο αποτελεσματικά και από τους πιστωτές μας και από τους κυβερνώντες. Δίχως αυτές, που μορφοποιούν επιτέλους το φιλότιμο, ακόμα και η νοσταλγία θα ήταν περισσότερο δικαιολογημένη. Μηδενίζοντας ωστόσο τον καιρό μας, μηδενίζουμε την ψυχή μας.
Του  Παντελή Μπουκάλα από την Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου