Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Η χαμένη ήπειρος


H Ευρώπη τα βάζει με τα συμπτώματα, αντί να καταπιαστεί με τις αιτίες. Καταγγέλλει την ξενοφοβία, τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, κολλώντας βολικές, αλλά συχνά παραπλανητικές ετικέτες. Δεν βλέπει ότι τα φαινόμενα που την ταράζουν είναι αποτέλεσμα δικών της επιλογών

Η Ευρώπη ακούει, αλλά δεν εισακούει. Ακούει τη βοή της δυσφορίας, τις βροντές της οργής, αλλά νομίζει πως βγαίνουν μόνο από τα ακροδεξιά, εθνικιστικά και ρατσιστικά κατακάθια των κοινωνιών της και δεν έχει βέβαια σκοπό να ανοίξει διάλογο με τέτοια μιάσματα.
Η Ευρώπη αισθάνεται, αλλά δεν συναισθάνεται. Νιώθει πως έχει προβλήματα, αλλά ούτε περνάει από το μυαλό της ότι μπορεί να είναι η ίδια προβληματική.
Η Ευρώπη είναι μια άλλοτε ωραία και δυναμική κυρία, που δεν θέλει να παραδεχτεί ότι γέρασε. Μακιγιάρεται πότε με Ολάντ και Ρέντσι, πότε με Μακρόν και γερμανικούς μεγάλους συνασπισμούς, και κοιτάζεται έπειτα στον καθρέφτη ανακουφισμένη, νομίζοντας πως νίκησε ρυτίδες, σπίλους και χαρακιές του χρόνου που λέγονται Λεπέν, Brexit, AfD, Γκρίλο, Σαλβίνι και πάνω από μια ντουζίνα άλλα τέτοια ονόματα.
Η Ευρώπη, δηλαδή η συστημική Ευρώπη. Η κατεστημένη, καθωσπρέπει Ευρώπη. Θα μπορούσαμε να πούμε η Ευρώπη των ελίτ, αν η λέξη ελίτ δεν είχε και κάποιο άρωμα ποιοτικής ανωτερότητας. Τέτοια όμως δεν έχει με τίποτα ούτε η αγκυλωμένη και παρασιτική γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αφοσιωμένη στην αναπαραγωγή των προκλητικών προνομίων της, ούτε η βουλιμική και ανεύθυνη χρηματοπιστωτική κάστα της, που κυβερνά πραγματικά, ούτε η διανοητικά νωθρή ιντελιγκέντσια της, που είναι ανίκανη να διαπαιδαγωγήσει, γιατί δεν μπορεί πια ούτε να καταλάβει ούτε να εμπνεύσει και ξέρει μόνο να νουθετεί, με αλαζονικά σηκωμένο δάχτυλο και πεσμένες τις κεραίες της.
Η Ευρώπη αυτή έχει παραιτηθεί εδώ και κάτι δεκαετίες από την άσκηση πολιτικής και αφήνεται να την πλοηγεί ένας ξεχαρβαλωμένος αυτόματος πιλότος που λέγεται κεφαλαιαγορά. Πολιτική, αν η λέξη δεν έχει χάσει εντελώς τη σημασία της στον μεταμοντέρνο κόσμο μας, θα πει να διαβάζεις τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα ώστε να μπορείς να την ελέγξεις για να χωρέσει τη στρατηγική σου, να γίνει συμβατή με τις ιδέες σου. Για ποιες ιδέες, ποια στρατηγική, ποια ανάγνωση της πραγματικότητας, ποιον έλεγχό της μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα; Η παγκοσμιοποίηση αφέθηκε πανηγυρικά να γίνει ανεξέλεγκτη, το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας έχει αποτύχει παταγωδώς και απειλεί με ενδόρρηξη τις δυτικές κοινωνίες, τα διεθνή χρηματοπιστωτικά δίκτυα καταστρέφουν κράτη, οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται δραματικά, η ανισορροπία ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και τον ευρωπαϊκό Νότο, ανάμεσα στην ευρωπαϊκή Δύση και την ευρωπαϊκή Ανατολή αυξάνεται ολοένα, η δυσπιστία για την αποτελεσματικότητα της ίδιας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας διογκώνεται επικίνδυνα.
Και τι κάνει για όλα αυτά η ευρωπαϊκή διευθυντική τάξη; Τα βάζει με τα συμπτώματα, αντί να καταπιαστεί με τις αιτίες. Καταγγέλλει την ξενοφοβία, τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, κολλώντας βολικές, αλλά συχνά παραπλανητικές ετικέτες και πάντως χωρίς να βλέπει ότι τα φαινόμενα που την ταράζουν είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα δικών της επιλογών και εμμονών. Στηλιτεύει τις κεντρόφυγες και χωριστικές τάσεις στην ήπειρο, ανυποψίαστη για το ότι η ίδια τις προκάλεσε. Τροφοδοτεί, με τις αποφάσεις ή με τις αδράνειές της, τις ανισότητες και την ίδια στιγμή μέμφεται με περιφρόνηση τα οργισμένα θύματά τους, χαρακτηρίζοντάς τα καθυστερημένα, μισαλλόδοξα και φθονερά. Σκορπάει με την απερισκεψία της ανασφάλεια και χλευάζει έπειτα τους δικαιολογημένα ανασφαλείς πολίτες της.
Με ένα τέτοιο υπερεθνικό διευθυντήριο, ανίκανο και στην ουσία αδιάφορο για την υπεράσπιση της ιδέας που υποτίθεται ότι το νομιμοποιεί, είναι επόμενο να φουντώνει ένα αίσθημα νοσταλγίας για τα εθνικά κράτη και τις εθνικές ταυτότητες. Επόμενο και να υπάρχει εκμετάλλευση αυτού του αισθήματος από ιδεολογικούς σχηματισμούς που ξεπετάχτηκαν σαν βρικόλακες από τα μνήματα του νεκροταφείου της Ιστορίας. Η ευρωπαϊκή ιδέα έγινε άλλοθι για τη δημιουργία μιας υπερπρονομιούχας κάστας, που αποφασίζει ερήμην των ευρωπαϊκών λαών και αδιαφορώντας γι’ αυτούς. Η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα έμεινε μια δυνατότητα, που το έργο της πραγμάτωσής της άφησε στη μέση μια φουρνιά από ανέμπνευστες, στενόμυαλες, στενόκαρδες ηγεσίες και μια σκληρωτική, αυτοαναφορική γραφειοκρατία.
Και θα πρέπει να κάνουμε και εμείς οι ευρωπαϊστές την αυτοκριτική μας. Να αναγνωρίσουμε ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα όχι μόνο δεν είναι κάτι δεδομένο, όπως πιστεύουν πολλοί ανάμεσά μας, αλλά και ότι μπορεί να προκύψει μόνο ως προέκταση της εθνικής ταυτότητας, όχι ως αντικατάστασή της. Πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά ποιες εντόπιες πολιτισμικές αξίες, ιστορικές παραδόσεις, νοοτροπίες, κοινωνικές πρακτικές συνάδουν, συγκλίνουν ή επιδέχονται συγκερασμό με αυτές άλλων ευρωπαϊκών εθνών, ώστε να έχει νόημα μια υπερκείμενη κοινή ταυτότητα. Και, εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, να εξετάσουμε τι και πόσο τις διαφοροποιεί ως σύνολο από άλλες, μη ευρωπαϊκές κουλτούρες. Η ταυτότητα μπορεί να έχει ποικίλες εκδοχές και προσμείξεις, ναι. Αλλά σημαίνει, όσο και αν οι μεταμοντέρνοι φρίττουν στο άκουσμα της λέξης, οριοθέτηση. Καλό και σωστό είναι να ανοίγεσαι στον κόσμο, αλλά αν έχεις αποσυνδεθεί από την αφετηρία σου δεν θα φτάσεις σε κανέναν προορισμό.

Αναδημοσίευση από το Protagon

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Η δημοσιογραφία και οι άβολες αλήθειες

Η δημοσιογραφία, από τη φύση της, πρέπει να ανταποκρίνεται στο κοινό της, να συντονίζεται με τα ενδιαφέροντά του, να έχει αίσθηση του γούστου του και να παρακολουθεί πώς εξελίσσεται. Αν δεν το κάνει αυτό, ένας ειδησεογραφικός οργανισμός –και πολύ περισσότερο ένας αρχισυντάκτης, ένας ρεπόρτερ ή ένας αρθρογράφος– δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Ταυτοχρόνως, η δημοσιογραφία είναι τόσο καλή όσο οι αναγνώστες της. Η ευφυής κάλυψη της επικαιρότητας προϋποθέτει ευφυείς αναγνώστες, θεατές και ακροατές.
Δεν γίνεται να επενδύσουμε σε εις βάθος ερευνητική δημοσιογραφία για αναγνώστες που ενδιαφέρονται μόνο για τον τίτλο, την πρώτη παράγραφο ή μικρές λίστες. Δεν μπορούμε να πληρώνουμε για τις υπηρεσίες ταλαντούχων λεξιπλαστών και εξειδικευμένων αρχισυντακτών αν όσοι μας διαβάζουν αδιαφορούν για την ποιότητα του γραψίματος. Δεν μπορούμε να συντηρούμε ακριβά γραφεία ξένων ανταποκριτών αν το ακροατήριό μας αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στον κόσμο πέρα από τα σύνορά μας. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε ότι οι αρθρογράφοι μας θα είναι επαρκώς προκλητικοί αν οι αναγνώστες ακυρώνουν τη συνδρομή τους τη στιγμή που νιώθουν ότι «πυροδοτούνται» από κάποια άποψη που δεν τους αρέσει.
Γενικότερα, δεν μπορούμε να είμαστε οι κηδεμόνες αυτού που μπορείτε να αποκαλέσετε «φιλελεύθερο πολιτισμό» –χρησιμοποιώ τον όρο με την ευρεία, φιλοσοφική του έννοια, όχι τη στενή ιδεολογική που έχει επικρατήσει στις ΗΠΑ– αν οι αναγνώστες μας έχουν αντιφιλελεύθερα ένστικτα, μυαλά χωρίς περιέργεια, μικρή δυνατότητα συγκέντρωσης και ακόμα λιγότερη ανοχή στο διαφορετικό.
Μία εφημερίδα, άλλωστε, δεν πρέπει να είναι μια μορφή πνευματικού comfort food. Δεν είμαστε οργανισμός προώθησης κάποιας ατζέντας, δίκτυο υποστήριξης, ομάδα χειροκροτητών ή Εκκλησία που διαδίδει ένα συγκεκριμένο δόγμα – εκτός από την πίστη στη σκληρή και ανελέητη αμφισβήτηση. Η εξουσία μας πηγάζει από τη διάθεσή μας να αμφισβητούμε την εξουσία, όχι μόνο των κυβερνώντων, αλλά και των κοινών παραδοχών και της συμβατικής σοφίας.
Με άλλα λόγια, αν δεν κάνουμε τους αναγνώστες μας να νιώθουν άβολα κάθε μέρα, δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Υπάρχει ένα παλιό ρητό που λέει ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει τους βολεμένους και να παρηγορεί όσους πλήττονται. Το ρητό είναι λάθος. Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει, τελεία και παύλα. Τα νέα είναι κάτι νέο –νέες πληροφορίες, νέες προκλήσεις, νέες ιδέες– και είναι μέρος του νοήματός τους ότι μας αναστατώνουν.
Αυτό είναι καλό πράγμα. Η αναστάτωση και το ξεβόλεμα είναι η μεγάλη κινητήριος δύναμη του κόσμου. Είναι ένα «τσίμπημα» στη συνείδηση, ένα «σκούντημα» στη σκέψη, μια επίπληξη κατά του εφησυχασμού και μια ώθηση προς τη δράση.
Οταν λέω ότι πρέπει να κάνουμε τους αναγνώστες μας να νιώσουν άβολα, δεν εννοώ ότι πρέπει να τους προσβάλλουμε άσκοπα, αν μπορούμε να το αποφύγουμε. Ούτε όμως πρέπει να επιχειρούμε να επιβεβαιώσουμε τις προκαταλήψεις τους, να τροφοδοτούμε το ένα ή το άλλο πολιτικό αφήγημα, να αποκαλύπτουμε τις ατασθαλίες μόνον εκείνων που λατρεύουμε να μισούμε ή να αποφεύγουμε κάποια ζητήματα λόγω του φόβου ότι θα εξοργιστούν οι αναγνώστες – ακόμα κι αν το τίμημα είναι μερικές ακυρωμένες συνδρομές. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι συνδρομητές αποτελούν ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων μας, οι εκδότες θα πρέπει να υψώνουν εξίσου θαρραλέα το ανάστημά τους κατά των περιστασιακών –και συνήθως μη σοβαρών– απειλών μαζικών ακυρώσεων, όπως έκαναν απέναντι στα αιτήματα διαφημιζόμενων τα παλαιότερα χρόνια.
Για να νιώσουν άβολα οι αναγνώστες μας, πρέπει να προβάλλουμε ειδήσεις που υπονομεύουν τις βαθύτερες πεποιθήσεις τους. Υπάρχουν άνθρωποι που πρόσκεινται στη Δεξιά, που δεν τους αρέσει να ακούν ότι η ύπαρξη περισσότερων όπλων συναρτάται θετικά με τις ανθρωποκτονίες, όχι αρνητικά – αλλά αυτό δείχνουν τα στοιχεία.
Ορισμένοι περιβαλλοντολόγοι πιστεύουν ότι οι γενετικά μεταλλαγμένες τροφές κάνουν κακό στην υγεία, αλλά τα επιστημονικά δεδομένα κλίνουν συντριπτικά υπέρ της αντίθετης άποψης.
Η αλήθεια μπορεί να απελευθερώνει, αλλά πρώτα ενοχλεί. Αυτός είναι ο λόγος που η ελευθερία του λόγου απαιτεί συνταγματική προστασία, ειδικά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η ελευθερία του λόγου ίσως είναι το πιο κρίσιμο όχημα για την αποκάλυψη της αλήθειας. Αλλά η αλήθεια, όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει έστω και ελάχιστη γνώση της Ιστορίας, σπάνια είναι δημοφιλής στην αρχή.
Μόλις πριν από 50 χρόνια, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής η αλήθεια ότι δεν υπήρχε τίποτα αφύσικο στην αγάπη που αναφερόταν με το φρικτό όνομα «επιμειξία». Ανάμεσα σε άλλες μη δημοφιλείς αλήθειες θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και τη θεωρία της εξέλιξης.
Αυτές οι αλήθειες μπόρεσαν να κάνουν το ντεμπούτο τους στη δημόσια σφαίρα και σταδιακά έγιναν ευρέως αποδεκτές, υπό την ένοπλη περιφρούρηση της πρώτης τροπολογίας.
Ο ρόλος της κουλτούρας
Αλλά όχι μόνο της πρώτης τροπολογίας. Πέρα από τη νομική προστασία, η ελευθερία του λόγου έχει ευδοκιμήσει στις ΗΠΑ επειδή έχουμε μακροχρόνια πολιτισμική προκατάληψη υπέρ αυτού που ενοχλεί με τις απόψεις του, αυτού που σκαλίζει, αυτού που διαφωνεί, του κοινωνικά εκκεντρικού. Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, εκδότες, αρχισυντάκτες και παραγωγοί –τουλάχιστον οι πιο πεφωτισμένοι εξ αυτών– έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να ακουστούν εναλλακτικές απόψεις. Δεν το κάνουν αυτό επειδή δεν έχουν ισχυρές πεποιθήσεις οι ίδιοι, αλλά εξαιτίας μιας βαθιάς κατανόησης ότι η οξυδερκής παρουσίαση αντικρουόμενων οπτικών μάς κάνει περισσότερο σκεπτόμενους, όχι λιγότερο· και ότι δεν μπορούμε να διαφωνούμε με νοήμονα τρόπο αν δεν έχουμε πρώτα κατανοήσει εις βάθος το θέμα. Το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι η κοινωνική πρόοδος εξαρτάται από την περιστασιακή έκφραση εξωφρενικών ιδεών, οι οποίες, εξεταζόμενες πιο προσεκτικά, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου εξωφρενικές. Εμμένουν σταθερά στην πεποίθηση ότι η ώθηση των αναγνωστών εκτός των πολιτικών και ηθικών ζωνών ασφαλείας τους, ακόμα και με τον κίνδυνο να ταραχθούν, κάνει καλό στο μυαλό και στην ψυχή. Τελικά, το κάνουν επειδή δεν θα μπορέσουμε να συντηρήσουμε την κουλτούρα και τους θεσμούς μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε, όπως το έθεσε ο δικαστής Learned Hand το 1944, ότι το «πνεύμα της ελευθερίας είναι το πνεύμα που δεν είναι πολύ σίγουρο ότι έχει δίκιο» – και που συνεπώς πρέπει να έχει τη διάθεση να ακούσει την άλλη πλευρά.

Αναδημοσίευση από την Καθημερινή